δενδροβατῇς

δενδροβατῇς
δενδροβατέω
climb trees
pres subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δενδροβάτης — ο (Α δενδροβάτης) αυτός που σκαρφαλώνει στα δένδρα νεοελλ. δενδρόβιος βάτραχος τής Νότιας Αμερικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + βάτης*] …   Dictionary of Greek

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”